Η οστεοπόρωση αποτελεί τη συχνότερη διαταραχή του μεταβολισμού των οστών και χαρακτηρίζεται από μείωση της δύναμης και της μηχανικής αντοχής των οστών με αποτέλεσμα να εκδηλώνοται κατάγματα με ήπιους τραυματισμούς. Η οστεοπόρωση αφορά κυρίως τις ηλικιωμένες γυναίκες λόγω της έλλειψης της προστατευτικής δράση των οιστρογόνων, ωστόσο μπορεί να αφορά και τους άνδρες ή σπανιότερα το νεανικό πληθυσμό.
Αν και ασύνηθες φαινόμενο οστεοπορωτικά κατάγματα ή εκδηλώσεις πόνου σχετιζόμενες με χαμηλή οστική πυκνότητα εκδηλώνονται σε νέες γυναίκες κατά την περίοδο της κύησης ή της γαλουχίας. Εμφανίζεται συνήθως κατά το 3ο τρίμηνο της εγκυμοσύνης ή μετά τον τοκετό, συχνότερα κατά την 1η κύηση, είναι κατάσταση προσωρινή, αναστρέψιμη και συνήθως δεν επαναλαμβάνεται σε μελλοντική εγκυμοσύνη.
Πού οφείλεται;
Η ακριβής αιτία του φαινομένου και η επίδραση της κύησης στον οστικό μεταβολισμό παραμένουν αδιευκρίνιστα, μιας και οι συνήθεις ποσοτικές μέθοδοι απεικόνισης της οστικής μάζας έχουν σημαντικούς περιορισμούς κατά την περίοδο της κύησης με αποτέλεσμα οι έρευνες να εστιάζουν κυρίως στην περιοδο της λοχείας ή γαλουχίας.
Μελέτες έχουν δείξει ότι η περίοδος της κύησης και του θηλασμού συνδέεται με μείωση της οστικής μάζας κατά 5%, ωστόσο η οστικη πυκνότητα επανέρχεται στα φυσιολογικά επίπεδα 6-12 μήνες μετά τον απογαλακτισμό.
Ως σημαντικότεροι παράγοντες κινδύνου θεωρούνται:
Προυπάρχουσες παθήσεις όπως είναι η χαμηλή κορυφαία οστική πυκνότητα ή β΄παθής οστεοπόρωση (π.χ. χρηση κορτιζόνης, ηπαρίνης)
Χαμηλή ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου ή ένδεια βιταμίνης D
Αυξημένη συχνότητα οικογενειακού ιστορικού οστεοπόρωσης, πιθανόν να επισημαίνει γενετική συνιστώσα της εκδήλωσης
Πώς μπορεί να διαγνωστεί;
Συνηθέστερη εκδήλωση αποτελεί ο σοβαρός και παρατεταμένος πόνος στη μέση ή την πλάτη με απώλεια ύψους και εικόνα κύφωσης λόγω παραμορφώσεων των σπονδύλων. Ο πόνος στη μέση είναι συχνή εκδήλωση στην εγκυμοσύνη και μπορεί να αποδοθεί σε κούραση ή λόγω του αυξημένου σωματικού βάρους, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα οστεοπορωτικών σπονδυλικών καταγμάτων από απλές καθημερινές κινήσεις όπως το σκύψιμο. Στις περισσότερες γυναίκες υποχωρεί αυτόματα μέσα στους επόμενους μήνες μετά τον τοκετό, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να επιμένει για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα.
Η διάγνωση της μείωσης οστικής μάζας κατά την εγκυμοσύνη είναι δύσκολο να εκτιμηθεί κατά τα αρχικά στάδια και συνήθως αναγνωρίζεται κατά την εμφάνιση του κατάγματος χαμηλής βίας. Κύρια διαγνωστική μέθοδος για τη διάγνωση του κατάγματος είναι η μαγνητική τομογραφία μιας και το σπινθηρογράφημα ή ο συμβατικός ακτινολογικός έλεγχος αντενδείκνυται λόγω της χορηγούμενης ακτινοβολίας.
Υπάρχει θεραπεία;
Είναι σημαντικό πως ακόμη και σε γυναίκες που εκδηλώνονται οστεοπορωτικά κατάγματα κατά την κύηση ή τη γαλουχία, η οστική πυκνότητα αυξάνεται σε σημαντικό βαθμό τους πρώτους μήνες μετά τον τοκετό ή το απογαλακτισμό αντίστοιχα, επισημαίνοντας τον αναστρέψιμο χαρακτήρα του φαινομένου. Όσον αφορά τη θεραπευτική προσέγγιση των ασθενών αυτών επί του παρόντος παραμένει ασαφής. Κατά την περίοδο της κυοφορίας η χορήγηση σκευασμάτων ασβεστίου δε φαίνεται να μετριάζει την απώλεια οστού, εκτός από τις περιπτώσεις σημαντικής έλλειψης, ενώ η αντιοστεοπορωτική φαρμακευτική αγωγή αντενδείκνυται, οπότε η θεραπευτική επιλογή περιλαμβάνει μόνο χορήγηση βιταμίνης D. Όσον αφορά την περίοδο της γαλουχίας η διακοπή της θεωρείται ότι βελτιώνει σημαντικά τον οστικό μεταβολισμό, ενώ σε σοβαρότερες περιπτώσεις συστήνεται αντιοστεοπορωτική φαρμακευτική αγωγή. Επιπλέον, σε επώδυνες παραμορφώσεις της σπονδυλικής στήλης χορηγούνται ειδικοί κηδεμόνες, ενώ σπάνια σε οξέα σπονδυλικά κατάγματα έχει ένδειξη η κυφοπλαστική ή σπονδυλοπλαστική για την άμεση ανακούφιση της ασθενούς από τον πόνο.
Συμπερασματικά, η εμφάνιση οστεοπόρωσης κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης είναι ένα σπάνιο πρόβλημα, άγνωστης αιτιολογίας χωρίς ακόμη και σήμερα να μπορεί να προσδιοριστεί ποιές γυναίκες θα απειληθούν. Επιπλέον, απαιτείται υψηλός βαθμός κλινικής υποψίας από τον θεράποντα ιατρό για την έγκαιρη αναγνώριση των συμπτωμάτων και την άμεση έναρξη της κατάλληλης θεραπευτική αγωγής για τη γρήγορη σταθεροποίηση της οστικής πυκνότητας και τη μείωση του κινδύνου για μελλοντικά κατάγματα.